- ἐξήγησιν
- ἐξήγησιςstatementfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BURAICUS — epitheton Herculis, et nomen amnis. Pausan. Achaicis. Qua ad mare ex Bura descenditur, amnis est Buraicus nomine, et in (proxima) spelunca non itu magnum Herculis signum: Buraico et ipsi cognomen. Oraculi (cuius) sortes capiuntur per talos. Qui… … Hofmann J. Lexicon universale
NORUNT Fideles — seu Quod norunt fideles seu Norunt initiati quod dicitur, ἴσασιν οἱ μεμυγμένος, formula frequens in Patrum scriptis, in mentione potissimum Sacramentorum usu trita. In unius Chrysostomi Homiliis aliisque scriptis minimum quinquaginta in locis… … Hofmann J. Lexicon universale
διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… … Dictionary of Greek
εξήγηση — η (AM ἐξήγησις) [εξηγώ] 1. ερμηνεία, διασάφηση («ἐξήγηση τοῡ φαινομένου») 2. μετάφραση νεοελλ. φρ. «δίνω εξηγήσεις» δικαιολογώ μια πράξη μου αρχ. μσν. 1. διήγηση («τὴν ὑπὲρ τῶν προγεγονότων ἐξήγησιν», Πολ.) 2. ερμηνευτικά σχόλια κειμένου … Dictionary of Greek
κεφαλαιώδης — ες (ΑΜ κεφαλαιώδης, ώδες) [κεφάλαιον] αυτός που έχει πρωταρχική σημασία, που αποτελεί την ουσία ενός πράγματος, βασικός, κύριος, ουσιώδης (α. «αυτή η ενότητα έχει κεφαλαιώδη σημασία για την έκβαση τής υπόθεσης» β. «ὅσα μέντοι κεφαλαιώδη, μάνθανε» … Dictionary of Greek
πλατικός — και δ. γρφ. πλατυκός, ή, όν, ΜΑ [πλάτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γεωγραφικό πλάτος 2. λεπτομερής, διεξοδικός («πλατικωτέραν τὴν ἐξήγησιν εὑρήσεις», Παύλ. Αίγ.) 3. μτφ. (για θεωρίες και για σημασίες λέξεων) ευρύς, γενικός («πλατικὴ… … Dictionary of Greek
Αναξίμανδρος — I (Μίλητος 611/10 – 547/6 π.Χ.). Φιλόσοφος. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες. Ήταν πάντως αρχηγός της Σχολής της Μιλήτου στα μέσα του 6ου αι., μετά τον Θαλή. Από το έργο του διασώζεται μια περικοπή που αναφέρει ο Αριστοτέλης και… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия